- ὄρτυγας
- ὄρτυξquailmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
GALLUS Tanagroeus — vide Tanagra. Dicitur autem haec domestica volucris ita, παρὰ τὸ κάλλος, Isid. aliis a castratione, quod tales erant Galli, Cybeles Sacerdotes; vel, quod cristam habent in capite, galeae, similem: notae pugnacitatis avis domestica, e Perside… … Hofmann J. Lexicon universale
οικογενής — ές (Α οἰκογενής, ές) νεοελλ. ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου η οποία εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα σε μια οικογένεια και η οποία οφείλεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε κληρονομικότητα («η αιμοφιλία είναι οικογενής νόσος») αρχ. 1. (για δούλους)… … Dictionary of Greek
ψευτόρτυγας — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τών γερανόμορφων πτηνών τής οικογένειας τουρνικίδες, που μοιάζουν με τα γνήσια ορτύκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευτ(ο) * + όρτυγας (< όρτυξ, υγος)] … Dictionary of Greek